σκωληκιώ

σκωληκιώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σκωληκιώ" в других словарях:

  • σκωληκιώ — σκωληκιῶ, άω, ΝΜΑ γεμίζω από σκουλήκια, σκουληκιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + κατάλ. ιῶ τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ναντ ιώ)] …   Dictionary of Greek

  • κατασκωληκιώ — κατασκωληκιῶ, άω (Μ) είμαι γεμάτος σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκωληκιῶ «σκουληκιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • σκωληκίαση — η / σκωληκίασις, ιάσεως, ΝΑ [σκωληκιώ] σκουλήκιασμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»