σκωληκιώ
Смотреть что такое "σκωληκιώ" в других словарях:
σκωληκιώ — σκωληκιῶ, άω, ΝΜΑ γεμίζω από σκουλήκια, σκουληκιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + κατάλ. ιῶ τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ναντ ιώ)] … Dictionary of Greek
κατασκωληκιώ — κατασκωληκιῶ, άω (Μ) είμαι γεμάτος σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκωληκιῶ «σκουληκιάζω»] … Dictionary of Greek
σκωληκίαση — η / σκωληκίασις, ιάσεως, ΝΑ [σκωληκιώ] σκουλήκιασμα … Dictionary of Greek